- ἡλοκοπικὴ
- ἡλο-κοπικὴ τέχνηA nail-smith's trade, BGU1124.11 (i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηλοκοπικός — ἡλοκοπικός, ή, όν (Α) [ηλοκόπος] φρ. «ἡλοκοπική τέχνη» η τέχνη τού κατασκευαστή καρφιών, η τέχνη τού ηλοκόπου … Dictionary of Greek